ἄκριος

ἄκριος
ἄκρις
hill-top
fem gen sg (epic doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ακρία — η (Α ἀκρία) το ακρί* αρχ. 1. (ως επίθ. τής Αθηνάς) αυτή που βρίσκεται στην Ακρόπολη 2. στον πληθ. ἀκρίαι οι βουνοκορφές. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. θηλ. από το επίθ. ἄκριος < ἄκρος (πρβλ. και ἀκραῑος < ἄκρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”